- εξακούω
- ἐξακούω (AM) [ακούω]μέσ. ἐξακούομαιγίνομαι ξακουστόςμσν.εξακούωεισακούω, ακούω με ευμένειααρχ.1. ακούω από απόσταση («σοῡ τάδ' ἐξήκουσ' ὕπο», Σοφ.)2. μαθαίνω, ακούω από άλλους («λόγῳ μὲν ἐξήκουσ', ὄπωπα δ' οὐ μάλα» — έχω ακουστά αλλά δεν έχω δει, Σοφ.)3. εξυπακούω, εννοώ («τοῡτο γὰρ ἐξακούεται»)4. (ρημ. επίθ. ουδ. σε απρόσ. εκφράσεις) ἐξακουστέονα) πρέπει να υπονοεί, να θεωρεί κάποιοςβ) πρέπει να κατανοεί, να καταλαβαίνει.
Dictionary of Greek. 2013.